DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
pilotcockpit n
transp., avia. καμπίνα πιλότου; θάλαμος διακυβέρνησης; θάλαμος του πιλότου αεροπλάνου; καμπίνα κυβερνήτη αεροσκάφους