DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
overførselsudgift n
econ. πλασματική τιμολόγηση
econ., commer., tax. τιμή συμψηφισμού του κοντσέρν; συμβατική τιμή εκχώρησης εντός του ομίλου; συμβατική τιμή του κοντσέρν