næringsværdi | |
environ. | περιεκτικότητα σε θρεπτικές ουσίες; περιεκτικότητα σε θρεπτικές; περιεκτικότητα σε θρεπτικές ουσίες |
levnedsmiddel | |
econ. | προϊόν διατροφής |
environ. | είδος διατροφής; τροφή; τρόφιμα |
| |||
περιεκτικότητα σε θρεπτικέςά ουσίες; περιεκτικότητα σε θρεπτικέςά ουσίες (συστατικά); περιεκτικότητα σε θρεπτικέςά ουσίες συστατικά | |||
ποιότητα διατροφής; θρεπτική αξία |
næringsværdi: 7 phrases in 5 subjects |
Environment | 1 |
Food industry | 2 |
Health care | 1 |
Law | 2 |
Medical | 1 |