DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
to phrases
luftpumpe n
agric. φυσητήρας; αντλία κενού; αντλία πεπιεσμένου αέρα
environ. αναρροφητική αεραντλία
mech.eng. αεραντλία; αντλία αέρος; αντλία αέρα για το φούσκωμα των ελαστικών
transp., industr. αεροαντλία
luftpumpe: 1 phrase in 1 subject
Medical1