DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
to phrases
luftledning n
el. γραμμή εναέρια; εναέριος αγωγός; εναέριος γραμμή μεταφοράς; εναέριο καλώδιο; εναέρια ηλεκτρική γραμμή
environ. εναέρια γραμμή; εναέρια γραμμή μεταφοράς ενέργειας
transp. αεραγωγός; καλώδιο του τρόλεϋ; οδηγόν καλώδιο τρόλεϋ
luftledning: 5 phrases in 2 subjects
Earth sciences1
Electronics4