DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
kullæsseanlæg n
chem., mech.eng. μηχανισμός για τη φόρτωση του κάρβουνου; συσκευή φόρτωσης του κάρβουνου
transp. εγκατάσταση φόρτωσης άνθρακα