DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
konservesglas n
agric., mater.sc. γυάλινο βάζο κονσερβοποίησης; γυάλινο βάζο συντήρησης τροφίμων
industr., construct., met. ευρύλαιμοι περιέκτες; βάζα κονσερβών
mater.sc., chem. γυάλινο βάζο για βιομηχανική χρήση; βιομηχανικός γυάλινος περιέκτης