DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
to phrases
kapitaltilførsel n
econ., fin. εισροή κεφαλαίου; διάθεση του κεφαλαίου; εισροές κεφαλαίων
fin. εισφορά κεφαλαίου; εφοδιασμός κεφαλαίου; προικοδότηση σε κεφάλαιο; συνεισφορά κεφαλαίων; συγκέντρωση κεφαλαίων; αύξηση κεφαλαίου
fin., econ. ανασύσταση των πόρων
kapitaltilførsel: 2 phrases in 1 subject
Economy2