DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
to phrases
firma n
busin., labor.org. εταιρική επωνυμία; επωνυμία
comp., MS εταιρεία; λογαριασμός
construct. επιχείρηση
law εμπορική επωνυμία
firmaer n
environ. επιχείρηση; κερδοσκοπική δραστηριότητα; κλάδος; επιχείρηση/κερδοσκοπική δραστηριότητα/κλάδος; επιχειρήσεις
Firma n
comp., MS Εταιρεία
firma: 21 phrases in 8 subjects
Communications3
Finances2
General1
Law4
Marketing2
Mechanic engineering1
Microsoft5
Statistics3