DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
to phrases
dræning n
agric. αποξήρανση εδάψους
agric., construct. αποστράγγιση; στράγγισις ρυθμίσεως συνθηκών εδάφους; στράγγιση εδαφών
construct. υπόγεια αποστράγγιση
econ. αποστραγγιστικά έργα
environ. αποστράγγιση/αποξήρανση/ύδατα αποχετεύσεων; αποστράγγιση/αποξήρανση
environ., agric., construct. στράγγιση; απορροή
food.ind. κοσκίνισμα
lab.law., industr. έργα αποστράγγισης
life.sc., construct. στράγγισις βελτιώσεως αερισμού
transp. αφυδάτωση
dræning: 14 phrases in 5 subjects
Agriculture5
Construction1
Environment6
Industry1
Transport1