DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
to phrases
afspadsering n
empl. χρόνος ανάπαυσης ρεπό ως αντιστάθμιση
gov., unions. άδεια αντισταθμιστικού χαρακτήρα; ανάπαυση αντισταθμιστικού χαρακτήρα' αντισταθμιστική ανάπαυση
afspadsering: 1 phrase in 1 subject
Law1