attribut | |
agric. chem. | χαρακτηριστικό |
commun. | χαρακτηριστικό γνώρισμα |
commun. IT | στοιχείο δεδομένου; στοιχείο δεδομένων |
dat.proc. | Χαρακτηριστικό στοιχείο; ιδιοχαρακτηριστικό στοιχείου |
environ. | ιδιότητα; χαρακτηριστικό |
IT | ιδιοχαρακτηριστικό |
pharma. environ. | χαρακτηριστικό |
XML: 22 phrases in 1 subject |
Microsoft | 22 |