Hjælp | |
comp., MS | Κέντρο βοήθειας; Βοήθεια |
hjælp | |
comp., MS | βοήθεια |
law gen. | αρωγή |
social.sc. | συνδρομή |
hjælpe | |
earth.sc. social.sc. mech.eng. | λαμβάνω προνοιακά μέτρα; παρέχω βοήθεια; συνδράμω |
referenceoplysninger | |
transp. tech. law | δεδομένα αναφοράς |
| |||
βοήθεια | |||
αρωγή | |||
συνδρομή | |||
| |||
Κέντρο βοήθειας; Βοήθεια | |||
| |||
λαμβάνω προνοιακά μέτρα; παρέχω βοήθεια; συνδράμω | |||
| |||
διασώστης; σώστης | |||
Danish thesaurus | |||
| |||
? |
Hjælp: 346 phrases in 40 subjects |