optisk | |
industr. construct. met. | καλούπι για οπτικά |
ækvivalent | |
health. | ισοδύναμος |
struktur | |
comp., MS | δομή |
environ. | ύφασμα/υπόθεμα/πλέγμα/φέρων οργανισμός |
fin. account. | διάρθρωση |
IT | δομή κατάστρωσης |
| |||
καλούπι για οπτικά | |||
οπτικός (opticus); οπτική (opticus) |
optisk: 486 phrases in 26 subjects |