zmiana | |
gen. | αλλαγή; βάρδια; μεταβολή; μετατροπή |
pharma. | τροποποίηση των όρων της άδειας κυκλοφορίας |
polit. econ. | τροποποίηση |
miejsce zamieszkania | |
econ. | κατοικία |
urzędnik | |
empl. | δημόσιος υπάλληλος |
| |||
αλλαγή; βάρδια; μεταβολή; μετατροπή | |||
τροποποίηση των όρων της άδειας κυκλοφορίας | |||
τροποποίηση | |||
μεταβλητότητα |
zmiana: 206 phrases in 29 subjects |