plan badania | |
math. | σχέδιο μεγέθους; σχεδιασμός έρευνας; σχεδιασμός μεγέθους |
kliniczny | |
gen. | κλινική; κλινικό; κλινικός |
z | |
gen. | από; με |
udział | |
comp., MS | μετοχή |
populacja | |
environ. | πληθυσμός |
| |||
σχέδιο μεγέθους; σχεδιασμός έρευνας; σχεδιασμός μεγέθους | |||
δειγματοληπτικός σχεδιασμός; δειγματοληπτικο σχέδιο |
plan badań: 1 phrase in 1 subject |
Pharmacy and pharmacology | 1 |