finansowy | |
gen. | χρηματοδοτική; χρηματοδοτικό; χρηματοδοτικός |
aspekt | |
gen. | πλευρά |
ograniczenie | |
gen. | ελάττωση; οι περιορισμένες δυνατότητες |
comp., MS | ρυθμιστής ροής δεδομένων |
el. | συμφόρηση |
emisja | |
fin. busin. | έκδοση; έκδοση κινητών αξιών |
| |||
χρηματοδοτική; χρηματοδοτικό; χρηματοδοτικός |
finansowe: 387 phrases in 17 subjects |