DictionaryForumContacts

   Lithuanian
Google | Forvo | +
teisė gauti pelno dalį
fin., commun. δικαίωμα επί ενός ποσοστοÙ των εταιρικών κερδών; δικαίωμα στη διανομή των κερδών; δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη