DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
penhor n
fin. ενέχυρο; ενεχυριασμός; πρόσθετη ασφάλεια; ασφάλεια; μέσον εξασφαλιστικό των απαιτήσεων; εμπράγματη ασφάλεια
penhor: 15 phrases in 2 subjects
Finances12
Law3