cadeia | |
comp., MS | συμβολοσειρά; συμβολοσειρά |
el. | διαδοχική σύνδεση |
industr. | κλωστή "αλυσιδίτσα"; νήματα με την ονομασία "αλυσιδίτσα" |
industr. construct. | στήμων υφάσματος |
dê | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
Linhas | |
comp., MS | σειρές |
linha | |
comp., MS | γραμμή |
| |||
συμβολοσειρά; συμβολοσειρά | |||
διαδοχική σύνδεση | |||
κλωστή "αλυσιδίτσα"; νήματα με την ονομασία "αλυσιδίτσα" | |||
στήμων υφάσματος | |||
αλυσίδα |
cadeia: 402 phrases in 36 subjects |