yield | |
earth.sc. el. | απόδοση απορρόφησης κβάντων |
econ. agric. | συλλέγω τα ψάρια μιας λεκάνης εκτροφής |
el. | απόδοση παραγωγής; ποσοστό χρησιμοποιήσημων διατάξεων |
energ.ind. | παροχή γεώτρησης |
environ. | απόδοση; μέρισμα |
mater.sc. | όριο διαρροής |
mater.sc. construct. | απόδοσις ασβέστου |
med. | απόδοση |
limit | |
med. | όριο |
| |||
αποδίδω | |||
μέγιστη φέρουσα ικανότητα | |||
απόδοση απορρόφησης κβάντων | |||
απόδοση παραγωγής; ποσοστό χρησιμοποιήσημων διατάξεων | |||
παροχή γεώτρησης | |||
απόδοση μαλλιού | |||
όριο διαρροής | |||
απόδοσις ασβέστου | |||
απόδοση; παραγωγή | |||
απόδοση φορτίου | |||
| |||
συλλέγω τα ψάρια μιας λεκάνης εκτροφής | |||
| |||
απόδοση; μέρισμα (οικονομία) | |||
| |||
απόδοση/μέρισμα οικονομία | |||
| |||
απόδοση γεωργικής παραγωγής | |||
| |||
εκκενώνω | |||
English thesaurus | |||
| |||
yld | |||
mise au mille (bigbeat) | |||
y | |||
| |||
Yield Strength (Sagoto) | |||
| |||
Youth In Education And Leader Development |
yield limit: 1 phrase in 1 subject |
Life sciences | 1 |