work order | |
construct. | εντολή εργασίας βάσει τιμής μονάδος |
load forecast | |
el. | πρόβλεψη φορτίου |
| |||
εντολή εργασίας βάσει τιμής μονάδος | |||
εντολή παραγωγής; αριθμός εντολής εργασίας | |||
English thesaurus | |||
| |||
w/o (Zealot2002) |
work order: 3 phrases in 1 subject |
Law | 3 |