| |||
φορτίο | |||
βαρύτητα (The value of a scorecard element in relation to the values of other elements of the same type) | |||
καθαρό βάρος | |||
μολυβήθρα | |||
Βαρύτητα-βάρος | |||
συντελεστή στάθμισης | |||
βάρος | |||
βάρος συγκράτησης καλουπιού; βαρειά πλάκα συγκράτησης καλουπιού | |||
στάθμιση; στάθμισης; συντελεστής; σταθμιστικός παράγοντας; συντελεστής στάθμισης | |||
σαβούρα; έρμα; βαρίδι; μολύβι | |||
βαρύτητα | |||
| |||
φορτίο | |||
| |||
σταθμίζω | |||
English thesaurus | |||
| |||
viscosity grade (of a motor oil 4uzhoj) | |||
The weight of the measuring equipment or its component parts |
weight: 593 phrases in 39 subjects |