DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
unpaid family worker
econ., stat. μη αμειβόμενα συμβοηθούντα μέλη οικογενειακών επιχειρήσεων; μη αμειβόμενος οικιακός βοηθός
stat., social.sc. οικογενειακός βοηθός; άμισθος βοηθός οικογενειακής επιχείρησης; άμισθος οικόσιτος εργαζόμενος