underground | |
gen. | υπόγεια; υπόγειο |
agric. | αργιλώδες συμπαγές στρώμα; αργιλώδης υπόγειος ορίζων |
IT dat.proc. | ελαφρός χρωματισμός |
containment | |
environ. | συγκράτηση |
mater.sc. el. | αποθήκη |
| |||
ο υπό του εδάφους | |||
| |||
υπόγεια; υπόγειο | |||
| |||
αργιλώδες συμπαγές στρώμα; αργιλώδης υπόγειος ορίζων | |||
ελαφρός χρωματισμός | |||
υπόγειος | |||
English thesaurus | |||
| |||
ug |
underground: 129 phrases in 26 subjects |