twin | |
gen. | δωμάτιο με δύο μονά κρεβάτια |
chem. | ισοπεδωτική και λειαντική μηχανή |
chem. el. | δίδυμος κρύσταλλος; κρύσταλλος με διδυμία; δκδυμο κρΈσταλλο |
transp. | δικινητήριο αεριωθούμενο |
twinning | |
construct. | σύνδεση δοκών |
econ. | αδελφοποίηση |
life.sc. anim.husb. | δίδυμη κύηση |
med. | ανάπτυξη διδύμων |
ribbon cable | |
el. | πεπλατυσμένο καλώδιο |
| |||
δωμάτιο με δύο μονά κρεβάτια | |||
ισοπεδωτική και λειαντική μηχανή | |||
δίδυμος κρύσταλλος; κρύσταλλος με διδυμία; δκδυμο κρΈσταλλο | |||
δικινητήριο αεριωθούμενο | |||
| |||
δίδυμοι | |||
| |||
σύνδεση δοκών | |||
αδελφοποίηση | |||
αδελφοποίηση' συμφωνία αδελφοποίησης | |||
δίδυμη κύηση | |||
ανάπτυξη διδύμων; διδυμία | |||
| |||
δίδυμη; δίδυμο | |||
δίδυμος | |||
English thesaurus | |||
| |||
t's | |||
| |||
Twin City Bancorp, Inc. | |||
thermal wave inspector | |||
| |||
Towed Weapon Inertial Navigation System | |||
| |||
twinning |
twin: 249 phrases in 29 subjects |