DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
treasury bill ['treʒ(ə)rɪbɪl]
account. άτοκο γραμμάτιο του Δημοσίου
econ. έντοκο γραμμάτιο του δημοσίου
Treasury bill ['treʒ(ə)rɪbɪl]
gen. κρατικό αξιόγραφο
account. γραμμάτιο Δημοσίου; ομόλογο Δημοσίου
fin. έντοκο γραμμάτιο του Δημοσίου; γραμμάτια Δημοσίου; ομόλογα Δημοσίου; βραχυπρόθεσμο έντοκο κρατικό ομόλογο; τοκοφόρο κρατικό ομόλογο; έντοκο γραμμάτιο Δημόσιου σταθερού επιτοκίου
treasury bills
fin. κρατικά χρεόγραφα
 English thesaurus
Treasury Bill ['treʒ(ə)rɪbɪl]
abbr., econ. T-bill (Vosoni)
treasury bill: 10 phrases in 2 subjects
Economy2
Finances8