DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
tongue-and-groove joint
industr., construct. συγκόλληση με εσοχή και προεξοχή
tongue and groove joint
industr., construct., chem. σύνδεση με διαμόρφωση του ενός άκρου σε θηλυκή αυλάκωση και του άλλου σε αντίστοιχη αρσενική προεξοχή