thin | |
agric. | αραιώνω |
comp., MS | ισχνά |
forestr. | αδύνατο; αραιό |
nat.sc. agric. | αδύνατος |
thinner | |
chem. | αραιωτικό; αραιωτικό μέσο |
chem. met. | διαλυτικό |
thinning | |
agric. | μηχανικό αραίωμα; αραίωση |
stem ampoule | |
industr. construct. chem. | Aμπούλες με εύθραυστο |
| |||
αδύνατο; αραιό | |||
| |||
μηχανικό αραίωμα; αραίωση | |||
αραίωμα | |||
| |||
λεπτή; λεπτό; λεπτός | |||
αδυνατισμένος; εξασθενημένος; ισχνός | |||
ισχνά (Having a font weight that corresponds to a weight class value of 100 according to the OpenType specification) | |||
αδύνατος | |||
| |||
μηχανή αραιώματος φυτών | |||
αραιωτικό; αραιωτικό μέσο; διαλύτης | |||
διαλυτικό | |||
διαλυτικό μέσο | |||
| |||
αραιώνω | |||
English thesaurus | |||
| |||
thn |
thin: 225 phrases in 28 subjects |