termination | |
el. | απόληξη |
IT el. | σύνδεση εξόδου |
law lab.law. | καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη; απόλυση |
benefit | |
gen. | ωφελώ |
econ. | ωφέλειες; όφελος |
forestr. | κέρδος |
| |||
απόληξη | |||
σύνδεση εξόδου | |||
καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη; απόλυση | |||
λήξη; τερματισμός | |||
English thesaurus | |||
| |||
ter; term. | |||
expiration (ssn) |
termination: 178 phrases in 22 subjects |