temporary | |
gen. | προσωρινή; προσωρινό; προσωρινός |
accumulator | |
earth.sc. mech.eng. | συλλέκτης; τύμπανο υπερροής |
environ. | συσσωρευτής/αποταμιευτής; αποταμιευτής |
forestr. | δοχείο πιέσεως |
mater.sc. energ.ind. el. | δευτερογενές στοιχείο |
med. | συσσωρευτής |
| |||
προσωρινή; προσωρινό; προσωρινός | |||
English thesaurus | |||
| |||
tem; tempy; tmp |
temporary: 386 phrases in 41 subjects |