DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
tap hole ['tæphəʊl]
gen. οπή έκχυσης; οπή για τη λήψη ποσότητας τετηγμένου μετάλλου
agric. τρύπα της κάνουλας; εντομή,εγχάραξις; οπή της κάνουλας
industr., construct., met. οπή εκροής; οπή εκκένωσης
tap-hole ['tæphəul]
mech.eng. διάταξη πωματισμού
tap hole: 2 phrases in 1 subject
Metallurgy2