substitution | |
IT | καθολική ειδίκευση |
effect | |
environ. | επιπτώσεις/αποτελέσματα/συνέπειες; συνέπειες |
health. | αποτέλεσμα |
effects | |
health. | επιδράσεις |
| |||
καθολική ειδίκευση | |||
αναπλήρωση; υποκατάσταση; αντικατάσταση | |||
English thesaurus | |||
| |||
sub | |||
| |||
S |
substitution: 82 phrases in 25 subjects |