subscriber | |
comp., MS | συνδρομητής |
fin. econ. | συνδρομητής; κατώτερος; υποτελής; εγγραφόμενος |
fin. tech. | πρόσωπο που ανέλαβε μετοχές; εγγραφόμενος |
law commun. IT | πελάτης |
-service | |
econ. IT | υπηρεσία |
service | |
gen. | κλάδος |
econ. | υπηρεσία |
law | επιδόσεις |
subsystem | |
comp., MS | υποσύστημα |
| |||
συνδρομητής (A person who has indicated his or her desire to be on a mailing list) | |||
συνδρομητής; κατώτερος; υποτελής; εγγραφόμενος | |||
πρόσωπο που ανέλαβε μετοχές; εγγραφόμενος | |||
πελάτης | |||
συνδρομητής | |||
English thesaurus | |||
| |||
S |
subscriber service: 6 phrases in 2 subjects |
Communications | 5 |
Information technology | 1 |