stroke | |
health. | αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο |
mater.sc. | διαδρομή |
med. | αιφνίδια προσβολή; κτύπημα; αποπληξία; αποπληκτική προσβολή; εγκεφαλικό επεισόδιο; εγκεφαλική συμφόρηση |
Work | |
comp., MS | Εργασία |
work | |
gen. | λειτουργώ |
earth.sc. chem. | έργο |
econ. | εργασία |
forestr. | υπερωριακή εργασία |
lab.law. | κόσμος της εργασίας |
law commun. lab.law. | εργαζόμενος |
mech.eng. | κατασκευάζω; μετασκευάζω; κατεργάζομαι |
stroke work : 1 phrase in 1 subject |
Metallurgy | 1 |