stroke | |
health. | αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο |
mater.sc. | διαδρομή |
med. | αιφνίδια προσβολή; κτύπημα; αποπληξία; αποπληκτική προσβολή; εγκεφαλικό επεισόδιο; εγκεφαλική συμφόρηση |
work | |
mech.eng. | κατασκευάζω |
stroke work: 1 phrase in 1 subject |
Metallurgy | 1 |