solvent | |
environ. | διαλύτης |
fin. | αξιόχρεος; φερέγγυος |
med. | διαλύτης; διαλυτικός |
transp. | ρευστοποιητής |
extract | |
gen. | Εξάγω; αποσπώ |
agric. | ολικό ξερό εκχύλισμα |
analysis | |
med. | ψυχανάλυση |
| |||
αξιόχρεος; φερέγγυος | |||
διαλύτης; διαλυτικός | |||
ρευστοποιητής | |||
| |||
διαλύτης | |||
| |||
Διαλύτες | |||
English thesaurus | |||
| |||
sol; solv |
solvent: 197 phrases in 20 subjects |