skin friction | |
earth.sc. transp. | επιφανειακή τριβή; τριβή επικάλυψης |
resistance | |
environ. | ανθεκτικότητα; αντίσταση/αντοχή/ανθεκτικότητα |
fin. | αντίテταση |
med. | αντοχή στα αντιμικροβιακά; ανθεκτικότητα; αντοχή; αντίσταση; μικροβιακή αντοχή |
| |||
επιφανειακή τριβή; τριβή επικάλυψης |
skin friction: 2 phrases in 1 subject |
Transport | 2 |