shear | |
comp., MS | περικοπή |
construct. | διατμητική δύναμη |
industr. construct. | κουρεύω; ξυρίζω |
met. mech.eng. | διατέμνω |
shearing | |
agric. | κουρά |
industr. construct. | αφαίρεση των χοντρών τριχών; κούρεμα; ξύρισμα πέλους |
met. | διαμελισμός |
machine | |
mech.eng. | ανυψωτικός μηχανισμός ανελκυστήρα |
| |||
κουρά | |||
διαμελισμός | |||
| |||
περικοπή (To distort an object along its horizontal, vertical, or both axes) | |||
διατμητική δύναμη; διατμητική τάση; δύναμη διατμήσεως | |||
διάτμηση | |||
διάτμησις | |||
κουρεύω; ξυρίζω | |||
κόβω χωρίς απόβλητα; διαμελίζω; διατέμνω | |||
| |||
κλάδεμα | |||
διάτμηση | |||
κοπή | |||
αφαίρεση των χοντρών τριχών; κούρεμα; ξύρισμα πέλους | |||
αφαίρεση διά της κοπής; κοπή χωρίς απόβλητα | |||
| |||
φινίρω το πέλος του υφάσματος | |||
διατέμνω | |||
| |||
ψαλίδι |
shearing: 272 phrases in 22 subjects |