self-supply | |
commer. polit. food.ind. | αυτάρκεια' αυτοεφοδιασμός |
econ. | αυτάρκεια εφοδιασμού |
rate | |
gen. | τιμή |
environ. | ρυθμός; αναλογία; ποσοστό; ταχύτητα |
| |||
αυτάρκεια' αυτοεφοδιασμός | |||
αυτάρκεια εφοδιασμού | |||
αυτοπαράδοση |
self-supply: 5 phrases in 3 subjects |
Electronics | 1 |
Energy industry | 1 |
General | 3 |