| |||
σφραγίδα | |||
| |||
σφραγίζω | |||
| |||
φραγή | |||
στεγανότητα | |||
σφράγιση/στεγανοποίηση/φραγή | |||
σφράγιση | |||
σφράγισμα | |||
Kαπάκι σφραγίσματος ψεκαστήρα | |||
συγκόλληση με σύντηξη | |||
στεγανοδακτύλιος; δακτύλιος στεγανοποίησης; στεγανή σύνδεση | |||
λάστιχο στεγανοποίησης παραθύρων | |||
στεγανοποίηση | |||
| |||
σφράγιση; στεγανοποίηση; φραγή | |||
English thesaurus | |||
| |||
The closure of court records to inspection, except to the parties |
sealing: 269 phrases in 25 subjects |