Registration | |
transp. nautic. | ναυτολογία |
registration | |
gen. | εγγραφή; νηολόγιο |
commun. | καταχώρηση; καταχώριση |
comp., MS | καταχώρηση |
el. | ευθυγράμμιση επικάλυψης |
industr. construct. chem. | Kαταγραφή |
IT | καταχώριση υπηρεσίας |
nat.sc. agric. | εγγραφή στο γενεαλογικό μητρώο |
levies | |
fin. | εισφορές |
payable | |
gen. | πληρωτέος |
to | |
el. | επιβράδυνση |
chamber | |
industr. construct. | κλίβανος |
of | |
gen. | από |
trade | |
law account. environ. | διαμεσολαβητικό εμπόριο |
and | |
gen. | και |
Industry | |
comp., MS | Τμήμα αγοράς |
| |||
εγγραφή; νηολόγιο | |||
κεντράρισμα της λεπίδας | |||
καταχώρηση; καταχώριση; σύσταση; καταχώριση' εγγραφή | |||
καταχώρηση (The process in which a consumer enters information, such as an e-mail address, to acquire a license) | |||
ευθυγράμμιση επικάλυψης | |||
εγγραφή στo πρωτσκoλλo; καταγραφή | |||
Kαταγραφή | |||
καταχώριση υπηρεσίας | |||
εγγραφή σε μητρώο επιμελητηρίου | |||
δήλωση εισόδου | |||
εγγραφή στο γενεαλογικό μητρώο | |||
έκδοση άδειας κυκλοφορίας | |||
καταχώρηση; πρωτοκόλληση | |||
αριθμός κυκλοφορίας; καταχώρηση αριθμού κυκλοφορίας; ταξινόμηση; νηολόγηση | |||
| |||
νηολόγηση ; νηολογώ | |||
| |||
ναυτολογία | |||
English thesaurus | |||
| |||
regis |
registration: 347 phrases in 41 subjects |