refine | |
agric. | διυλίζω; ραφινάρω |
met. el. | εξευγενίζω |
refining | |
chem. | διαύγαση |
environ. | διύλιση; διαύγαση; εξευγενισμός; ραφινάρισμα |
met. el. | εκλέπτυνση; καθαρισμός |
adapting | |
IT | προσαρμογή |
terminate | |
comp., MS | τερματίζω |
execute | |
comp., MS | εκτελώ |
| |||
διεργασία εξευγενισμού | |||
εξευγενισμός της ζάχαρης; ραφινάρισμα της ζάχαρης | |||
διαύγαση | |||
διύλιση/διαύγαση/εξευγενισμός/ραφινάρισμα | |||
τριβή του πολτού | |||
εκλέπτυνση; καθαρισμός | |||
ραφινάρισμα; εξευγενισμός | |||
| |||
διυλίζω; ραφινάρω | |||
| |||
διύλιση; διαύγαση; εξευγενισμός; ραφινάρισμα | |||
| |||
εξευγενίζω; καθαρίζω | |||
| |||
διϋλίζω |
refine: 62 phrases in 18 subjects |