protective | |
gen. | προστατευτική; προστατευτικό |
grounding | |
cultur. | βερνίκωμα; βερνίκωση; επίχριση |
el. | σύνδεση με τη γή; γείωση |
transp. | ακινητοποίηση στο έδαφος; μη περαιτέρω εκτέλεση πτήσεων |
| |||
προστατευτική; προστατευτικό | |||
προστατευτικός |
protective: 332 phrases in 36 subjects |