preliminaries | |
commun. | εισαγωγικό μέρος |
commun. mech.eng. | πρώτα φύλλα |
issue | |
commun. | έντυπο; τεύχος; διαφορετική έκδοση |
fin. | έκδοση |
| |||
εισαγωγικό μέρος | |||
πρώτα φύλλα | |||
| |||
προκαταρκτική; προκαταρκτικό; προκαταρκτικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
prelim | |||
prelim. | |||
| |||
P |
preliminary: 157 phrases in 27 subjects |