outside | |
gen. | έξω; έξω από |
mech.eng. | οπισθία όψις οδόντος |
right | |
gen. | δεξιά |
fin. | δικαίωμα προνομιακής αγοράς μετοχών; δικαίωμα προτίμησης |
rights | |
environ. | δικαιώματα; δικαιώματα |
forwarding | |
social.sc. transp. agric. | μεταφορά |
| |||
οπισθία όψις οδόντος | |||
εκτός; εξωτερικός | |||
| |||
έξω; έξω από |
outside: 209 phrases in 32 subjects |