optional | |
gen. | προαιρετική; προαιρετικό |
commun. | προαιρετικός |
consultation | |
gen. | διαβούλευση |
environ. | διαβούλευση/διάλογος/ιατρική επίσκεψη/γνωμοδότηση; ιατρική επίσκεψη |
forestr. | συμβουλή |
| |||
προαιρετική; προαιρετικό | |||
προαιρετικός | |||
προαιρετικός (Pertaining to a component, parameter and so on that is not required or automatic) | |||
English thesaurus | |||
| |||
opsh | |||
opt. | |||
| |||
o/p | |||
O |
optional: 97 phrases in 22 subjects |