operational | |
gen. | λειτουργική; λειτουργικό; λειτουργικός |
report | |
econ. | έκθεση |
ed. | έλεγχος προόδου; διάλεξη |
| |||
λειτουργική; λειτουργικό; λειτουργικός | |||
σε κυκλοφορία; σε λειτουργία; έτοιμος προς κίνηση; έτοιμος προς λειτουργία | |||
English thesaurus | |||
| |||
opl | |||
op; oper; opnl |
operational: 347 phrases in 39 subjects |