future | |
gen. | μελλοντική; μελλοντικό; μελλοντικός; μέλλον |
fin. | προθεσμιακό συμβόλαιο; προθεσμιακή σύμβαση; συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης |
futures | |
account. | προθεσμιακές πράξεις |
environ. | συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης |
English thesaurus | |||
| |||
o/o (Baykus) |
office of future: 3 phrases in 2 subjects |
Information technology | 2 |
United Nations | 1 |