occupational exposure limit | |
chem. | οριακή τιμή επαγγελματικής έκθεσης |
value | |
gen. | εκτιμώ |
busin. labor.org. account. | αποτίμηση; αποτιμώ; εφαρμόζω την τρέχουσα αξία |
comp., MS | τιμή |
med. | αξία; τιμή |
scient. el. | στιγμιαία τιμή |
| |||
οριακή τιμή επαγγελματικής έκθεσης | |||
'Οριο Επαγγελματικής'Εκθεσης |
occupational exposure limit: 11 phrases in 4 subjects |
General | 3 |
Health care | 6 |
Medical | 1 |
Natural sciences | 1 |