nominal holding gain | |
account. | ονομαστικό κέρδος κτήσης |
loss | |
account. | απώλεια; καθαρή ζημία; οικονομική ζημία |
econ. | έλλειμμα |
el. | απώλεια μετάδοσης |
environ. | απώλεια; ζημία |
insur. | ζημία |
transp. | ατύχημα |
| |||
ονομαστικό κέρδος κτήσης |
nominal holding gains: 3 phrases in 1 subject |
Accounting | 3 |